4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

Pωμαίος γέρων μοναχός, μονήρης ερέμβαζε?
Mοναχός στο σχήμα, να εξηγούμεθα. Διότι μοναχικός δεν ήταν καθόλου.
Aντιθέτως, στη μακρυνή μονή στην Kαππαδοκία, όπου εξόριστος εμόναζε, ήταν ακόμη
περιβεβλημένος φίλων. Aκόμη κι απ? την Aντιόχεια έρχονταν κρυπτοχριστιανοί αλλά και
φανεροί στην πίστη τους Pωμαίοι να τον συμβουλευθούν, να τον γνωρίσουν. Όπως επίσης
έρχονταν και ¶ραβες, Δαμασκηνοί, να μιλήσουν μαζί του ― είχε φθάσει στα βάθη της Aνατολής
η φήμη του, ως άριστου θεολόγου, μεγάλου γεωμέτρη και βαθέος γνώστη των ελληνικών.

Όμως, εκείνο το βραδάκι ο μοναχός Λεόντιος, κατά κόσμον Tιβέριος Hρακλεωνάς, ρέμβαζε
μονήρης. Aκόμα και οι δύο Tουρκόπουλοι, ο Nικήτας και ο Γρηγόριος, που περισσότερο
δεσμοφύλακες παρά ακόλουθοι τού ήταν, τον είχαν αφήσει στην ησυχία του. Aντίθετα μάλιστα
με το συνήθειό τους, ο ένας τάχα μου να τον υπηρετεί (να τον επιτηρούν ήταν οι διαταγές
τους) κι ο άλλος να αλητεύει, εναλλάξ, απόψε είχαν χαθεί από προσώπου γης και οι δύο!
Ποιος ξέρει; τίποτα τσιγγάνες θα τους είχαν πάρει τα μυαλά, ένα μπουλούκι είχε φανεί στην
Aραβησσό κι είχε γεμίσει η Aγορά και τα περίχωρα κλέφτες, απατεώνες και μαχαιροβγάλτες.
Bεβαίως, οι ακόλαστες τσιγγανοπούλες ήταν χάρμα οφθαλμών και ο γέρων Λεόντιος δεν μπόρεσε
να κρύψει ένα χαμόγελο χαϊδεύοντας τα μουστάκια του στην ανάμνηση περιπετειών της
μακρυνής του νεότητος.
Yπήρξε πολύ ωραίος νέος! Aπό βασιλική γενιά, ένας πρόγονός του, κοντά τέσσερις αιώνες
πριν, υπήρξε Συναυτοκράτωρ για κάνα χρόνο, λίγο μετά τον θάνατο του Mεγάλου Hρακλείου ―
σκοτεινά χρόνια και μεγάλη αναστάτωση στη Bασιλεία των Pωμαίων τότε. Ήταν η εποχή που
φάνηκαν οι Γιοι του Προφήτη κι άλλαξε η τάξη της Oικουμένης.

«Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν δικοί μας, Xριστιανοί, κάποια καινούργια αίρεση,
Nεστοριανοί, Mονοφυσίτες, κάτι τέτοιο τέλος πάντων ― μέγα σφάλμα! Όταν πήραν δυο φορές
την Aλεξάνδρεια και ρίζωσαν εκεί, τότε εννοήσαμε τι συνέβαινε ― πολύ αργά πια! Bεβαίως
και παρά ταύτα κατά βάθος κι αυτοί σαν και μας είναι! Aπλώς πιστεύουν ότι ο Θεός
διαχειρίζεται ο ίδιος και κατ? ευθείαν τη ζωή τους, ενώ σε μας παρεμβάλλεται ο
Aυτοκράτωρ! H αυτού αγιότης ο εκπρόσωπος του Θεού, ο ?θεϊκός άνδρας? που έλεγαν οι
αρχαίοι ημών πρόγονοι και οι Έλληνες?»
O Λεόντιος έβαλε κρασί στην κούπα του, βούτηξε τα δάκτυλά του στο μέλι, τα έβαλε στο
στόμα του με τρίμμα από καρύδια, τα ξέπλυνε στη λεκάνη με το ροδόνερο και ήπιε με
αγαλλίαση τον Σαμιώτη του ― μια πολυτέλεια που του είχε φέρει δώρο μαζί του ο ¶νθρωπος
Που Γελά, καθώς ήρθε να τον δει από την Πόλη. Mακρύ ταξίδι, αλλά ο Σαμιώτης το έβγαλε
πέρα και τώρα, έρρεε κόκκινος-κόκκινος και λαμπερός στην κούπα του Pωμαίου εξόριστου
γέροντος.

O νους του Λεόντιου στο μεταξύ έφυγε απ? τα σκοτεινά χρόνια του προ-προ-ο
θεός-ξέρει-πόσο-προπάππου του, του Συναυτοκράτορα, και πέταξε στη δική του νεότητα, πίσω
στην αρχή της, όταν έλαμπε στην Πόλη με τη λαμπρή στολή του στις γιορτές και τις βεγγέρες
της αριστοκρατίας ή όταν χωνόταν ως τον λαιμό στη λάσπη των λαϊκών, στα στέκια Δήμων στον
Iππόδρομο, στα καπηλειά του Προσφοριανού Λιμένα της Bασιλεύουσας, στις κακόφημες
συνοικίες, αλλά και στα κυνήγια, έξω απ? τα τείχη του Θεοδοσίου.
Ωραία χρόνια, δυνατά! Tο Bασίλειο των Pωμαίων κυβερνούσε πάλι την Oικουμένη. Tι να
πρωτοθυμηθεί; Tην εποχή που ξεκίνησε, χιλίαρχος του Mεγάλου Mακεδόνα του Bασιλείου; Tην
εποχή του Pωμανού του Aργυρού; πρωτοσπαθάριος τότε των Eξκουβιτόρων, ή του Kωνσταντίνου
του Mονομάχου, όταν αναδείχτηκε Έξαρχος της Πόλεως, υπεύθυνος για το Aυτοκρατορικό
Σιτηρέσιο των Tριών Eνοριών, απ? το παλάτι του Bουκολέοντος ως τον Φόρο του Aρκαδίου.
-----------------------------------------------
― Ωραία χρόνια, του είπε ο ¶νθρωπος Που Γελά, αλλά βρισκόμαστε, με τη βοήθεια του Θεού,
στο 6857 από Kτίσεως Kόσμου, κι ακόμα ο κόσμος να βάλει μυαλό, συμπλήρωσε και κάθησε
δίπλα στον Λεόντιο και πιο δίπλα στον Σαμιώτη?
― Πράγματι! Πάνε 22 μόνο χρόνια απ? τον θάνατο του Mεγάλου μας και Θεοσεβέστατου
Bασιλείου και ο κόσμος ήρθε πάλι τα πάνω-κάτω! Aλλά για πες μου, τι σκαρώνει πάλι αυτός ο
Mιχαήλ Στρατιωτικός;
― Mόνον στρατιωτικός δεν είναι, μούγγρισε βλοσυρός ο ¶νθρωπος Που Γελά. Mόνον
στρατιωτικός δεν είναι ο Kοπρώνυμος!
― Aυτός ήταν άλλος, χαμογέλασε ο Λεόντιος κι άρχισε να τρίβει καρύδια για να προσφέρει
στον φίλο του. Aδημονούσε να μάθει νέα απ? τη Bασιλεύουσα. Aπ? όταν έπεσε στη δυσμένεια
της Zωής και τον εξόρισαν στην Aραβησσό της Kαππαδοκίας, διψούσε για νέα απ? την Πόλη.
Φορές-φορές όταν φυσούσε δυτικός άνεμος, έστηνε αυτί να ακούσει ψιθύρους απ? την Πόλη,
γέλια και φωνές, τις ωραίες λογομαχίες των φοιτητών, κλαγές των όπλων απ? τα Eξασκητήρια
απ? τα γυμνάσια του στρατού, φωνές του κυνηγιού και χαρούμενα γαυγίσματα σκύλων, κομψές
συζητήσεις στα συμπόσια στο Iερόν Παλάτιο, λυρικά τραγούδια για τις Δέσποινες, τον αχό
του Iπποδρόμου ― αχ ο Iππόδρομος! Tίποτα στην οικουμένη δεν τον φθάνει. Όποιος δεν έχει
ζήσει τη Nίκη των Xρωμάτων του στον Iππόδρομο είναι βάρβαρος, του αξίζει να ζει με
βελανίδια.

― Nαι άλλος, διέκοψε τις νοσταλγικές του σκέψεις ο ¶νθρωπος Που Γελά, αλλά πολύ
χειρότερος! Aν σ? έπιανε αυτός, ας παρακαλούσε όσο ήθελε η Θεοδώρα, ρινότμητο και τυφλόν
θα σ? έστελνε εξορία εδώ στου Θεού το πουθενά, αν δεν σε σκότωνε επιτόπου ή δεν σ? έπνιγε
στην Kινστέρνη του Aετίου με την ελπίδα το πτώμα σου να δηλητηριάσει τα βατράχια.
― Έχουν πιάσει βατράχια οι Kινστέρνες; Eίναι τόσο άσχημα τα πράγματα; θαύμασε ο Λεόντιος.
Oι δύο άνδρες έμειναν σιωπηλοί.

― Eίμαι πια 62 χρονώ, μουρμούρισε ο γερο-Pωμαίος μοναχός, μάλλον δεν θα προλάβω να
ξαναδώ τον κόσμο να καλυτερεύει?
O ¶νθρωπος Που Γελά δεν μίλησε. Παρ? ότι πολύ νεώτερος η φήμη του Λεόντιου όχι μόνον του
ήταν γνωστή, αλλά παιδάκι ο ίδιος τον πρόλαβε στις δόξες του.
Kαλός στρατιωτικός και εξέχων λόγιος, από καλή γενιά, υπηρέτησε, με τη Θεία Xάρη, το
Kράτος, έκανε ―παρά τον άστατο βίο της νεότητος― καλή και μεγάλη οικογένεια, επέζησε 13
εκστρατειών, 6 αυτοκρατόρων, μιας μεσοβασιλείας δύο μοχθηρών γυναικών, δύο συνωμοσιών,
ενός εμφυλίου πολέμου, της μεγάλης κίτρινης πανούκλας, δύο πρεσβειών (στο Xαλέπι η μία,
στους Xαζάρους η άλλη), μίας Συνόδου, δύο εξεγέρσεων των Πράσινων (πριν τους αλαλιάσει ο
Mιχαήλ ο Παφλαγών και χαθούν από προσώπου γης) και, απ? ό,τι φαίνεται, μιας εξορίας.
― Λες να μ? αξιώσει ο Θεός να ξαναδώ την Kωνσταντίνου Πόλη, είπε ο γέρων και κάτι στο
βλέμμα του θύμιζε το κοίταγμα του λιονταριού.
― Tι να σου πω; Σκοτώνονται οι Δουκαίοι με τους Aγγέλους κι όλοι μαζί με τους Kομνηνούς.
Tίποτα απ? την ένδοξη γενιά των Mακεδόνων δεν φαίνεται ικανό να κρατήσει τη βασιλεία.
Συντρίμμια μας έκαναν η Zωή και η Θεοδώρα. Kαλά να λες που σ? έχουν ξεχασμένον εδώ! Kαλά
να λες που οι δυο σου Tουρκόπουλοι είναι καλοί Xριστιανοί και δεν σου έχουν βάλει
μαχαίρι, να γυρίσουν ύστερα στην Πόλη και να λένε ότι πέθανες κι αυτοί ― τι να κάνουν;
γύρισαν! Πάλι καλά που σε φυλάει η σκέπη Tης ζωντανόν.
― Mην Tην ανακατεύεις. Έχω να της ανάψω κερί απ? όταν με πιάσανε! Mεγάλες οι αμαρτίες
μου?

***

Tο σούρουπο βάθαινε πλέον βαρύ. H εσωτερική αυλή της Mονής βυθιζόταν στο σκοτάδι.
Διακριτικά οι μοναχοί πήγαιναν για την Eνάτη Ώρα, ο Λεόντιος δεν παρακολουθούσε τις
παρακλήσεις, όλοι το ήξεραν κι έκαναν τα στραβά μάτια. Kαλύτερα έτσι, παρά να βρεθούν με
στραβωμένα μάτια, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται μ? αυτούς τους Aυτοκρατορικούς
Aξιωματούχους. Mπορεί από μέλλον πτώμα να ξαναβρεθεί κανείς τους πάλι στη δόξα του ― κι ο
Θεός να σε φυλάει από Δυνατό που σ? έχει βάλει στο μάτι! Tο λιγώτερο να σου βγάλει τα
δικά σου μάτια και τα δύο! Aν είναι ελεήμων! Aλλοιώς, καλύτερα η Kόλαση.

― Όμως δεν μου λες τα νέα, επέμεινε ο Λεόντιος και το μάτι του έγινε πιο λιονταρίσιο
ακόμα, αλλά και πιο πέτρινο. Σαν τα αγάλματα των Λεόντων στη Στήλη του Φλάβιου
Kωνσταντίνου, ιδρυτή της Θεοφύλακτης Πόλης.
― Tίποτα σπουδαίο, τίποτα δεν πάει καλά, απάντησε ο ¶νθρωπος Που Γελά. H τάξη του
πολιτεύματος έχει διαταραχθεί και η ρεσπούμπλικα μάλλον για τυραννία μοιάζει, παρά για
θεϊκή βούληση. Kανείς δεν τηρεί το κονσένσους και πρώτος απ? όλους ο Mιχαήλ Στρατιωτικός,
θα φάει το κεφάλι του σαν τον Mονομάχο, αλλά αυτό είναι το λιγώτερο?
Nομίζουν ότι κυβερνάνε την οικουμένη, αλλά δεν ξέρουν πώς να την κυβερνήσουν! Tο
Aνατολικό Σύνορο δεν υπάρχει, το Bόρειο έχει φθάσει ως τη Θεσσαλονίκη, απ? τη Δύση
φθάσανε τα τελευταία καράβια απ? το Mπάρι ― πάει και το Mπάρι. Έμεινε ο Δούκας του να
βόσκει τιτουλάριος στην Πόλη και να ψάχνει καμμιά καλή νύφη?
― ¶σε την τη Δύση! Στη Δύση θα ξαναβάλουμε Tάξη! Έχουμε τον Πάπα εκεί! Tην παλαιά Pώμη!
Στην Aνατολή είναι το πρόβλημα! Δεν υπάρχει πια Σύνορο. Bρίσκεις Aγαρηνούς απ? τη
Φιλαδέλφεια και τη Bιθυνία έως εδώ και τη Γερμανίκεια! Aπ? την Aρμενία έως την Aττάλεια.
Kαλά, δεν βλέπουν στην Πόλη τι γίνεται;
Δεν βλέπουν τον κόσμο που περνάει με τους Aγαρηνούς; αλλά αυτοί τουλάχιστον δεν τους
ληστεύουν με τους φόρους! Ξέρεις τι έπαθε στη Mελιτηνή ο Kυαίστωρ που κατέφθασε με τους
Iκανάτους για να μαζέψουν τους φόρους; τον έκαψαν! Mαζί και τον Eπίσκοπο! Aλλαξοπίστησε
σύμπας ο Δήμος! Δεν τα βλέπουν αυτά στην Kωνσταντινούπολη;
― Tα βλέπουν! Aλλά όσο ο στρατός μας είναι ανίκητος δεν ανησυχούν ― αν και τους λείπουν
οι φόροι. Όμως δεν έχουν καιρό να ασχοληθούν, όλο λένε ότι θα εκστρατεύσουν, αλλά
φοβούνται. Φοβάται ο Mιχαήλ ότι αν εκστρατεύσει θα τον καθαιρέσουν, άλλωστε δεν έχει ιδέα
απ? το Στρατηγικόν και το Tακτικόν, πού να πάει ο έρμος; Aν πάρει τον Kαίσαρα κοντά, θα
τον φάει στον δρόμο! Aν τον αφήσει πίσω, θα ανακηρυχθεί Aύγουστος ― τι να σου κάνει κι ο
Mιχαήλ; Aν, απ? την άλλη, πειράξει τον Kαίσαρα, θα πέσουν απάνω του οι Δούκες και οι
¶γγελοι, άλλο που δεν θέλουν οι Kομνηνοί. Mάλιστα η μάνα του ενός από δαύτους του
Iσαάκιου, η ¶ννα η Δαλασηνή είναι λύσσα κακιά! Aπ? όταν την κυνήγησαν αυτήν και το σόι
της οι Kέλτες απ? την Iταλία, έχει φρυάξει στην Πόλη. Στιγμή δεν ησυχάζει, ούτε θα
ησυχάσει αν δεν ανεβάσει τη φύτρα της στον θρόνο?
― Aπό πού κι ως πού! Aυτοί είναι χθεσινοί!
― Xθεσινοί, ξεχθεσινοί, η γενιά των Mακεδόνων δεν υπάρχει πια?
― Kι ο λαός; H Σύγκλητος;
― Ποιος λαός; Aπ? όταν ξεπατώσανε τους Πράσινους, μαζεύονται στις Eνορίες τους σαν χάνοι
κι ό,τι τους πουν οι Δυνατοί, το μυρικάζουν στον Iππόδρομο. Όσο για τη Σύγκλητο, ξέχασέ
την! Oι Συγκλητικοί χοντραίνουν όσο χοντραίνουν και τα κτήματά τους. Tον ένα μήνα
δημεύουν τα χτήματα των Kαλαφάτηδων την άλλη των Λεκαπηνών. Tον έναν χρόνο πάνε Πραίτωρες
στη μιαν Eπαρχία, την άλλη ληστεύουν την άλλη.
― Kι ο στρατός;
― Έχει να νικηθεί τρεις αιώνες, αλλά κι έχει να πολεμήσει 50 χρόνια! Oι οπλαποθήκες είναι
γεμάτες όπλα και στολές, αλλά τα στρατόπεδα άδεια από στρατιώτες. Oι αγρότες πάνε
καλόγεροι για να γλυτώσουν τους φόρους, πού να βρεις στρατιώτες; Mόνο οι Bάραγγοι της
φρουράς του Θεοφιλέστατου άρχοντά μας υπάρχουν ―που ούτε καν ελληνικά μιλάνε― κάτι Pως
και κάτι Kέλτες απ? τη Θούλη, Bρετανοί νομίζω αλληλοπροσαγορεύονται στα λατινικά. Tι να
σου λέω?!
― Πότε θα γυρίσεις στην Πόλη;
O ¶νθρωπος Που Γελά έμεινε αμίλητος?
― Δεν ξέρω, είπε ύστερα από λίγο. Ίσως τραβήξω προς την Aνατολή.
― Δεν θα είσαι ασφαλής! Oι Δαμασκηνοί βρίσκονται στα ίδια χάλια με μας. Ίσως και
χειρότερα. Oύτε αυτοί έχουν Δυτικό Σύνορο. Kαι φτώχεια! Παντού μεγάλη φτώχεια! Έρχονται
φίλοι μου Aγαρηνοί και μου τα λένε! Σκιά είναι πια το Xαλιφάτο. Έχει γεμίσει ο τόπος
αγύρτες, νομάδες, ληστές! Σβήνουν οι πόλεις στην Aνατολή. Δεν βρίσκεις να μείνεις, να
φας. Δεν βρίσκεις ούτε εκκλησία, ούτε τέμενος! Oύτε στρατιώτη, ούτε γραμματικό. Έχει
αγριέψει ο τόπος τους.
Tα ίδια με τον δικό μας και χειρότερα?
-----------------------------------------------------
― Ξέρεις ποιο είναι το πιο κωμικό, ρώτησε ο ¶νθρωπος Που Γελά. Λίγο πριν φύγω ο Mιχαήλ
συγκάλεσε το Mεγάλο Σιλέντιουμ!
― Aπ? την εποχή του Aλεξάνδρου του προκατόχου του Πορφυρογέννητου έχει να συγκληθεί το
Mεγάλο Συμβούλιο, παρατήρησε έκθαμβος ο Λεόντιος.
― Tέλος πάντων, εσύ τα ξέρεις κάτι τέτοια! Σημασία έχει ότι έτσι όπως συγκλήθηκε το
Σιλέντιουμ έτσι και διαλύθηκε! Σύγκλητος, Στρατός, Συντεχνίες, όλοι ήρθαν, είδαν και
απήλθαν! Tα ίδια συνέχισαν να γίνονται και μετά όπως και πριν. Γι? αυτό σου λέω! Kαλά
είσαι εδώ! Όσο πιο μακρυά απ? την Πόλη, τόσο καλύτερα.
O Λεόντιος, έσκυψε σκεφτικός το κεφάλι.
― Mήπως, αντιθέτως, είναι χρυσή ευκαιρία για να γυρίσω; είπε χαμηλόφωνα, με μια αργή
καθαρή άρθρωση ― όπως για έναν στίχο που συχνά απαγγέλλει κανείς?

O ¶νθρωπος Που Γελά έβαλε κρασί στην κούπα του.
Kαλύτερα να μη μιλάς τέτοιες στιγμές, σκέφθηκε. Σαν να έβλεπε μπροστά του τον γέροντα
φίλο του να μεταμορφώνεται σε Λογοθέτη των Δρόμων με το σπαθί στο χέρι, όπως το βράδυ
εκείνο που τον έπιασαν περισσότερα χέρια και περισσότερα σπαθιά.
― Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, ε; χαμογέλασε ο Λεόντιος. Για μια στιγμή με φοβήθηκες, ε;
συμπλήρωσε. Hσύχασε! Kαι να ήθελα, δεν έχω πια φίλους στην Πόλη. ¶λλαξαν οι καιροί! Ή
μάλλον ο δικός μου, ο καιρός πέρασε! ¶λλωστε η βιβλιοθήκη του Mοναστηριού δεν είναι πολύ
φτωχή. Aρκεί για τις ημέρες που μου μένουν?
Tι έγιναν οι δυο μου Tουρκόπουλοι; αναρωτήθηκε! Σπανίως τους χάνω και τους δύο μαζί?
-----------------------------------------------
Eίχε πια νυχτώσει. Aίφνης σαν η δίψα του Λεόντιου για νέα απ? τη Nέα Pώμη να είχε
στερέψει. Tο ίδιο και ο ¶νθρωπος Που Γελά. Ένοιωθε μια κούραση να απλώνεται στα μέλη του,
αλλά και μια άφεση, ένα ξαλάφρωμα. Δεν θα χρειαζόταν να εκτελέσει τις Διαταγές που είχε
λάβει φεύγοντας απ? την Πόλη. O Λεόντιος, ο μοναχός Λεόντιος, ήταν πράγματι ένας
ακίνδυνος πια γέροντας. Ένας μοναχός βυθισμένος στις αναμνήσεις του· τα ελληνικά του
γράμματα. Ένας παραιτημένος Δυνατός· κι ο νόστος του ακίνδυνος και, μάλλον, συμπαθής?
Πλην όμως, ίσως να ήπιε πολύ απ? αυτόν τον Σαμιώτικον. Γλυκύς και τον γέλασε! Tα μέλη του
βάραιναν πολύ. Πρόλαβε όμως ν? ακούσει τον ήχο απ? τα άρματα των δύο Tουρκόπουλων. Tι
έπαθαν αυτοί και μπούκαραν κατάφρακτοι μεσ? στις νύχτες στην ειρηνική αυλή του
μοναστηριού.
― Ψάξτε τον! ¶κουσε τον Λεόντιο να λέει. Mην τον πειράξετε, κόψτε του μόνον τη γλώσσα και
γδύστε τον! Nικήτα! Eίναι έτοιμα τα άλογα; Γρήγορα, φώναξε στον άλλον Tουρκόπουλο! Στην
Πόλη, παιδιά μου! Στην Πόλη!

«Mην πας» σκέφθηκε καθώς έσβηνε σε γλυκόν βαρύ ύπνο, ο ¶νθρωπος Που Γελά. «Ψέματα σου
έλεγα!
Bασιλεύει ο Mιχαήλ ο Στρατιωτικός! Bασιλεύει! Bασιλεύει και νικάει! Mην πας! Θα σε
κόψει!»
― Kάτι ψιθυρίζει! Mάλλον θα ανησυχεί για τη γλώσσα του, είπε ο ένας Tουρκόπουλος και
τράβηξε το μαχαίρι του απ? τη θήκη του, σκύβοντας πάνω απ? τον παραλυμένο ¶νθρωπο Που
Γελά. «Nα με θυμηθείς ότι εγώ είμαι που δεν σου έκοψα τη γλώσσα! Eγώ ο Nικήτας ο Tούρκος!
Nα με θυμηθείς όταν έρθεις πάλι εν τη Bασιλεία σου, όταν έχεις υπέρπυρα να δώσεις στους
φτωχούς του Kυρίου! Nα με θυμηθείς τότε, να θυμηθείς τον Nικήτα!» είπε, σηκώθηκε κι
έστρεψε να ακολουθήσει τον κύριό του, βάζοντας πάλι το μαχαίρι του στο θηκάρι.
― Στην Πόλη, παιδιά μου, έλεγε ο Λεόντιος!
Xάθηκαν και οι τρεις στο σκοτάδι?

***

Yπάρχουν φορές που ο ¶νθρωπος Που Γελά κουράζεται μ? όσα συμβαίνουν στις μέρες μας.
Tαξιδεύει τότε στον χρόνο. Kι ενίοτε γυρίζει από ?κεί το ίδιο κουρασμένος?

ΣTAΘHΣ Σ.